Μια από τις διασημότερες όπερες του γαλλικού ρεπερτορίου, η Μανόν του Μασνέ επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή, αλλά και στην αθηναϊκή μουσική ζωή, μετά από 52 χρόνια. H Μανόν θα παρουσιαστεί στις 12, 14, 16, 19, 21, 23, 26 και 30 Δεκεμβρίου στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού – Κλεάντε Ρούσσο, σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου και με διανομή διεθνούς επιπέδου. Στον ρόλο του τίτλου δύο σπουδαίες Ελληνίδες υψίφωνοι της ΕΛΣ με διεθνή αναγνώριση, η Μυρτώ Παπαθανασίου και η Χριστίνα Πουλίτση.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα του αβά Πρεβό, η όπερα εξιστορεί τον άτυχο έρωτα του ιππότη Ντε Γκριέ για τη Μανόν. Την ατμόσφαιρα κάθε κατάστασης ο Μασνέ την αποδίδει μέσα από μουσική ζωηρή, γεμάτη πάθος και κυρίως αισθησιασμό, μουσική ενός ύφους το οποίο εξέφρασε με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη γαλλική μπελ επόκ, την αισθητική και τις αξίες της.
Η Μανόν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι από τον θίασο της Κωμικής Όπερας στην αίθουσα Φαβάρ στις 19 Ιανουαρίου 1884. Η επιτυχία ήταν τέτοια ώστε με τον ίδιο θίασο η όπερα να συμπληρώσει χίλιες παραστάσεις το 1919, χίλιες πεντακόσιες το 1931 και δύο χιλιάδες το 1952. Στο μεταξύ, η Μανόν γοήτευσε ολόκληρο τον κόσμο, από το Λονδίνο ως την Αγία Πετρούπολη και τη Νέα Υόρκη. Σήμερα, άλλωστε, θεωρείται η δεύτερη σε επιτυχία και απήχηση γαλλική όπερα μετά την Κάρμεν του Μπιζέ.
Η υπόθεση της Μανόν αφορά τη σύντομη ζωή της επαρχιωτοπούλας Μανόν Λεσκώ, η οποία πόθησε τα πλούτη και τη μεγάλη ζωή στο Παρίσι. Αφού τα έζησε για σύντομο χρονικό διάστημα, κατηγορήθηκε για πορνεία, απελάθηκε και κατέληξε να πεθάνει από εξάντληση στον δρόμο προς το λιμάνι της Χάβρης. Τη Μανόν ερωτεύτηκε παράφορα ο ιππότης Ντε Γκριέ, ο οποίος κατέστρεψε τη ζωή του ακολουθώντας την αγαπημένη του.
Όλη η όπερα στηρίζεται στην προσωπικότητα της ίδιας της Μανόν, η οποία αποτελεί την επιτομή του στερεότυπου της εποχής σχετικά με τη δύναμη αποπλάνησης της γυναικείας γοητείας. Η Μανόν είναι νέα και όμορφη, ασταθής και αναποφάσιστη, ειλικρινής στην ανειλικρίνειά της, γενναιόδωρη και φιλόδοξη. Ορκίζεται χωρίς δυσκολία αιώνια πίστη σε όποιον αγαπημένο τής προσφέρει αυτό που ζητά και με την ίδια ευκολία τον εγκαταλείπει. Στο κυνήγι των ηδονών δεν εξαντλείται παρά μονάχα από την ίδια την εξάντληση, αφού προηγουμένως μετανοήσει για τις αμαρτίες στις οποίες της έχουν ζητήσει οι άλλοι να υποπέσει. Η μουσική του Μασνέ αποδίδει όλες αυτές τις όψεις με εντυπωσιακή ευστοχία. Από τη διστακτική είσοδό της ως τον γεμάτο τύψεις αποχαιρετισμό προς τον Ντε Γκριέ, τη φιλάρεσκη γκαβότα της στον «Περίπατο της βασίλισσας» και την αισθησιακή μουσική αποπλάνησης του Ντε Γκριέ στην εκκλησία ως τη γεμάτη μετάνοια κατάληξη, όλα συνθέτουν την αινιγματική και φευγαλέα προσωπικότητά της.
Ο Μασνέ υπήρξε σπουδαίος συνθέτης, ταπεινός όσο και αποτελεσματικός, και επέλεγε τα κατάλληλα μέσα χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές και περιττά εφέ. Στη Μανόν οι ωραίες μελωδίες αφθονούν. Οι άριες της Μανόν και του Ντε Γκριέ, τα ντουέτα ανάμεσα στους δύο, τα χορωδιακά ξεχωρίζουν για τη μελωδικότητά τους. Η δε ποικιλία τους είναι τέτοια που επιτρέπει στον Μασνέ να τα εντάξει στη ροή της μουσικής με τρόπο που εξυπηρετεί ιδανικά το μουσικοδραματικό περιεχόμενο του έργου. Η μουσική είναι άλλωστε το στοιχείο που έχει δώσει στην όπερα αυτή διαχρονικότητα και μεγάλη δημοφιλία, ανεξάρτητα από μόδες.
Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο διακεκριμένος σκηνοθέτης του θεάτρου, καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Πόρτα, με μεγάλη εμπειρία στην όπερα, Θωμάς Μοσχόπουλος, ο οποίος βλέπει την ιστορία της Μανόν μέσα από τη νοηματική ρευστότητα που κυριαρχεί στο έργο, εστιάζοντας στη θυματοποίηση αλλά ταυτόχρονα και στον αμοραλισμό των βασικών χαρακτήρων. Ο κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία της Μανόν χαρακτηρίζεται από την ακόρεστη κατανάλωση ηδονών και την κατάπτωση των αξιών. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ιστορία σκανδαλωδώς σημερινή και επίκαιρη. Η πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση του Θωμά Μοσχόπουλου, συνδέει το σήμερα με το τότε, κρατώντας ως συνδετικό κρίκο την αίσθηση της πτώσης και του εφήμερου: «Και στον Πρεβό αλλά και στον Μασνέ οι “αφηγήσεις” της “ιστορίας” της Μανόν Λεσκώ αναφέρονται σε έναν “παρελθόντα” χρόνο για να κατανοήσουν τον παρόντα. Έτσι και το ανέβασμα θα αναμείξει τον 18ο και τον 19ο αιώνα με το πρόσφατο παρελθόν μας ξεκινώντας από τις εξωτερικές λαμπερές εικόνες τους και την ιλιγγιώδη αίσθηση “αναρρίχησης” και καταλήγοντας στον αποσβολωμένα γυμνό πόνο της ξαφνικής πτώσης του παρόντος» αναφέρει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.
Η Ευαγγελία Θεριανού υπογράφει τα σκηνικά, η Κλαιρ Μπρέισγουελ τα κοστούμια, ο Κορνήλιος Σελαμσής τη μουσική δραματουργία και η Σοφία Πάσχου την κινησιολογία.
Ο αρχιμουσικός της ΕΛΣ Λουκάς Καρυτινός θα έχει την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης, ενώ τις δύο τελευταίες παραστάσεις θα διευθύνει ο νέος Ελληνοϊταλός ανερχόμενος αρχιμουσικός Κλεάντε Ρούσσο. Τη Χορωδία της ΕΛΣ θα διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.
Στις παραστάσεις της Μανόν το κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει διακεκριμένους πρωταγωνιστές με διεθνή απήχηση. Στον ιδιαιτέρως απαιτητικό ρόλο του τίτλου πρωτοεμφανίζονται η Μυρτώ Παπαθανασίου και η Χριστίνα Πουλίτση.
Η υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου γεννήθηκε στη Λάρισα, όπου ξεκίνησε πιάνο και θεωρητικά. Σπούδασε μουσικολογία (ΑΠΘ), μονωδία (ΚΩΘ), ενώ ολοκλήρωσε σπουδές με τον Ρ. Κοβιέλλο (Μιλάνο, υποτροφία «Α. Τριάντη»). Τιμήθηκε με το βραβείο «Μαρία Κάλλας – Καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος καλλιτέχνης» (2012) ερμηνεύοντας Τραβιάτα στο Ντάλλας. Έχει εμφανιστεί στα σπουδαιότερα θέατρα παγκοσμίως, ενώ έχει συνεργαστεί με διάσημους αρχιμουσικούς και σκηνοθέτες. Πρόσφατα ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία Αλτσίνα (Βιέννη, μ.δ.: Μ. Μινκοφσκί / Παρίσι, μ.δ.: Κ. Ρουσσέ), Ξιφάρη (Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου, Βρυξέλλες, Παρίσι), Αμέλια (Σιμόν Μποκκανέγκρα, Σαν Κάρλο, Νάπολη, Λουξεμβούργο), Φιορντιλίτζι (Έτσι κάνουν όλες, Όπερα Γκαρνιέ), Ελβίρα (Ντον Τζοβάννι, Βαρκελώνη, Σαν Ντιέγκο), Βιολέττα (Τραβιάτα, Βιέννη, Μόναχο, Κοπεγχάγη), Μουζέττα (Μποέμ, Μητροπολιτική Όπερα Ν. Υόρκης), Ντόννα Άννα (Ντον Τζοβάννι, Βιέννη, Άμστερνταμ, Αγ. Πετρούπολη, μ.δ.: Θ. Κουρεντζής). Έχει ηχογραφήσει έργα όπως Ντον Τζοβάννι (μ.δ.: Z. Ρορέρ / Θ. Κουρεντζής, βραβείο BBC), Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου(μ.δ.: Ε. Χαΐμ), Σεμίραμις (μ.δ.: Α. Τζέντα), Ρούσαλκα (μ.δ.: Α. Φίσερ), Ένας Τούρκος στην Ιταλία.
Στον ρόλο του Ιππότη ντε Γκριέ ο αναγνωρισμένος Ρουμάνος τενόρος Γιόαν Χοτέα και ο ανερχόμενος Έλληνας τενόρος Κωνσταντίνος Κληρονόμος. Τον Λεσκώ θα ερμηνεύσουν ο διακεκριμένος βαρύτονος της ΕΛΣ Διονύσης Σούρμπης και ο Βαγγέλης Μανιάτης. Μαζί τους νεότεροι και καταξιωμένοι μονωδοί, όπως οι Πέτρος Μαγουλάς, Τάσος Αποστόλου, Νίκος Στεφάνου, Χρήστος Κεχρής, Χάρης Ανδριανός, Κωστής Ρασιδάκις κ.ά.
Σημείωμα του σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλου
«Μανόν, λοιπόν. Ένα έργο το βασικότερο ίσως χαρακτηριστικό του οποίου θα έλεγε κανείς πως είναι η αμφιθυμία. Σε όλα τα επίπεδα: ατμόσφαιρα, θέμα, μουσικό ύφος και ήθος των ηρώων του. Σε διαφορετική περίπτωση αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αδυναμίες, εδώ γίνεται ένα εξαίρετο παράδειγμα έντεχνης διαχείρισης μιας γοητευτικής και συνάμα επικίνδυνης νοηματικής ρευστότητας. Τίποτε δεν είναι βέβαιο στον κόσμο της Μανόν. Όλα αρχίζουν «εύκολα» και «ανάλαφρα» ως μια κωμωδία ηθών, τελικά όμως η δραματικότητά της ξεπερνάει σχεδόν το μελόδραμα. Είναι η Μανόν μια αντι-Τραβιάτα ή μια πρώιμη Λούλου; Ένα θύμα των καταστάσεων και μιας κοινωνίας που υποτάσσει μια νέα γυναίκα σε κατηγοριοποιήσεις ή μια φιλήδονη αμοραλίστρια που καταστρέφεται από τον ναρκισσισμό της; Ο ιππότης Ντε Γκριέ; Μια πιστή ύπαρξη με άδολα και δυνατά αισθήματα; Ή ένας αφελής εμμονικός νέος, καλομαθημένος από την οικονομική και κοινωνική επιφάνεια της οικογένειάς του; Ίσως ούτε ο Πρεβό ούτε ο Μασνέ να αποσκοπούσαν σε ξεκάθαρες ή ηθικολογικές απαντήσεις. Άλλωστε και το αφηγηματικό έργο και η όπερα είναι προϊόντα εποχών κατά τις οποίες η ρευστότητα κυριαρχούσε. Στην πρώτη περίπτωση το galant πνεύμα του γαλλικού 18ου αιώνα δέχεται τα «τσιμπήματα» του Διαφωτισμού, που παρακινεί σε κριτική σκέψη και επανεξέταση κάθε βεβαιότητας, ενώ κατά την μπελ επόκ μέσα από την ευζωία καλύπτονται έντεχνα μεγάλες εντάσεις και ανισότητες καθώς και ανακατατάξεις σε κάθε επίπεδο κοινωνικής και πνευματικής ζωής. Σαν δύο μεγάλες φούσκες που μεγαλώνουν ασύστολα οι δύο αυτές εποχές θα σκάσουν σε μεγάλες και παγκόσμιας εμβέλειας κρίσεις που θα συνταράξουν ολόκληρο τον κόσμο.
Μήπως εκεί βρίσκεται και το ειδικότερο ενδιαφέρον που μπορεί να έχει το ανέβασμα του έργου στις μέρες μας; Στο ότι δηλαδή αποτυπώνει σχεδόν συμβολικά έναν κόσμο που μεθυσμένος από την «ευκολία» και την «ανεμελιά» διακατέχεται από μια ακόρεστη όρεξη για κατανάλωση ηδονών και εφήμερης επιβεβαίωσης ενώ οι αξίες εύκολα τοποθετούνται σε επίπεδο αγοραστικής αξίας, ο έρωτας συγχέεται με τον ερωτισμό και η έννοια της πορνογραφίας μπορεί άνετα να χρησιμοποιηθεί για κάθε μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς και όχι μόνο στη στενή της κυριολεξία, έναν κόσμο που οδηγείται με απαστράπτουσα επιπολαιότητα σε μια νομοτελειακή δραματική έξοδο εθελοτυφλώντας για τις όποιες συνέπειες μέσα από την αποθέωση του εφήμερου;
Και στον Πρεβό αλλά και στον Μασνέ οι «αφηγήσεις» της «ιστορίας» της Μανόν Λεσκώ αναφέρονται σε έναν «παρελθόντα» χρόνο για να κατανοήσουν τον παρόντα. Έτσι και το ανέβασμα θα αναμείξει τον 18ο και τον 19ο αιώνα με το πρόσφατο παρελθόν μας ξεκινώντας από τις εξωτερικές λαμπερές εικόνες τους και την ιλιγγιώδη αίσθηση «αναρρίχησης» και καταλήγοντας στον αποσβολωμένα γυμνό πόνο της ξαφνικής πτώσης του παρόντος».