Βρισκόμαστε στον έβδομο χρόνο του Τρωικού πολέμου και οι μάχες έχουν
ατονήσει. Από την πλευρά των Ελλήνων υπάρχει ανησυχία γιατί ο Αχιλλέας
αρνείται να μπει στη μάχη και από την πλευρά των Τρώων
αναποφασιστικότητα για το εάν θα πρέπει να επιστραφεί η Ελένη και να
δοθεί τέλος στον πόλεμο. Παρά τις αντιρρήσεις του Έκτορα, οι Τρώες
αποφασίζουν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Σ' αυτό το ιδιότυπο πολεμικό
κλίμα, ο έρωτας του νεαρού πρίγκιπα της Τροίας Τρωίλου με την κόρη του
μάντη Κάλχα Χρυσηίδα έχει ακριβό τίμημα, αφού οι Τρώες συμφωνούν με τους
Αχαιούς να ανταλλάξουν τη Χρυσηίδα με έναν αιχμάλωτο πολεμιστή. Η
Χρυσηίδα θα προδώσει πολύ σύντομα την αγάπη του Τρωίλου, και ο πόλεμος
που θα αρχίσει ξανά θα οδηγήσει στο θάνατο του Πάτροκλου και του Έκτορα,
που δολοφονείται άνανδρα από τον Αχιλλέα.
Αυτό το επεισόδιο του
Τρωικού πολέμου χρησιμοποιεί σαν αφορμή ο Σαίξπηρ για να συνθέσει ένα
έργο γεμάτο εντυπωσιακές σκηνές συνόλων αλλά κυρίως για να
απομυθοποιήσει τους ηγέτες του πολέμου. Μικροπολιτικές σκοπιμότητες,
λυκοφιλίες, εφήμερες συμμαχίες και ανοησία χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά
των «μεγάλων πολεμιστών», ενώ την ίδια στιγμή τα όποια υγιή και άδολα
συναισθήματα ισοπεδώνονται. Τη σκηνοθεσία αυτού του σχετικά άγνωστου στο
ελληνικό κοινό έργου υπογράφει ο Λιθουανός Όσκαρας Κορσουνόβας, ένας
από τους πιο δυναμικούς και καταξιωμένους ευρωπαίους σκηνοθέτες, γνωστός
για τη δουλειά του σε πολλά κρατικά θέατρα και φεστιβάλ σε όλο τον
κόσμο. Παλαιότεροι και νεότεροι πρωταγωνιστές συνθέτουν το σύνολο των
ερμηνευτών του έργου, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο.