Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) [www.SNF.org] για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Στο πλαίσιο των νέων προληπτικών μέτρων για την αποτροπή της εξάπλωσης του κορονοϊού, τα οποία προβλέπουν αναστολή της λειτουργίας των θεάτρων από τις 3 Νοεμβρίου 2020 και για ένα μήνα, η Εθνική Λυρική Σκηνή ανακοινώνει:
Την αναστολή των δύο τελευταίων παραστάσεων της Μαντάμα Μπαττερφλάι, οι οποίες ήταν προγραμματισμένες για τις 8 και 15 Νοεμβρίου.
Τα ταμεία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής θα επικοινωνήσουν με τους θεατές που έχουν αγοράσει εισιτήρια για τις παραστάσεις που αναστέλλονται, σχετικά με την επιστροφή των χρημάτων τους ή τη μεταφορά των εισιτηρίων για άλλες ημερομηνίες ή άλλες παραστάσεις.
Το τηλεφωνικό κέντρο των Ταμείων της ΕΛΣ είναι: 2130885700 (καθημερινά 09.00-21.00).
Λόγω της πανδημίας του κορονοϊού Covid-19, η όπερα θα παρουσιαστεί στην ενορχήστρωση του Έττορε Πανίτσα για περιορισμένη ορχήστρα (εκδ. Ricordi)
Χορηγός παράστασης
Για την Εθνική Λυρική Σκηνή η Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι αποτελεί ένα έργο ορόσημο, καθώς υπήρξε η πρώτη όπερα που ανέβασε ο τότε νεοϊδρυθείς οργανισμός στις 25 Οκτωβρίου 1940, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Στην ιστορική εκείνη πρεμιέρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρέστη ο γιος του συνθέτη, ο Αντόνιο Πουτσίνι, αλλά και ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος λίγες ώρες αργότερα θα έδινε στην ελληνική κυβέρνηση το ιταλικό τελεσίγραφο πολέμου.
Φέτος, με τη συμπλήρωση των 80 ετών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η Μπαττερφλάι επιστρέφει στο νέο σπίτι της ΕΛΣ, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, όχι μόνο για να τιμήσει την επέτειο, αλλά και για να σημάνει την επανεκκίνηση της ΕΛΣ μετά την πανδημία και να καταδείξει ότι η τέχνη και ο πολιτισμός επιβιώνουν στις πιο δύσκολες συνθήκες, καθώς αποτελούν την κινητήρια δύναμη για τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης αναφέρει: «Επιλέξαμε να ανοίξουμε με το έργο αυτό γιατί τον φετινό Οκτώβριο συμπληρώνονται τα 80 χρόνια από την ιστορική εκείνη πρώτη παρουσίαση της Μπαττερφλάι από την ΕΛΣ στις 25 Οκτωβρίου 1940, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο συμβολισμός είναι προφανής: Η ΕΛΣ ήταν πάντα παρούσα και θαρραλέα σε πολύ δύσκολες εποχές και κατάφερνε να σταθεί όρθια ακόμα και σε συνθήκες απολύτως αντίξοες, όπως τότε, όπως και σήμερα».
Η υπόθεση της όπερας αφορά τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της, η Μαντάμα Μπαττερφλάι συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα. Ο Πουτσίνι δεν διστάζει να τη χαρακτηρίσει ως την πιο αγαπημένη του όπερα, ενώ με τις μετέπειτα τροποποιήσεις ανάγει την αλαβάστρινη μορφή της ηρωίδας του σε σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας, σταθερής αγάπης.
Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παραγωγής, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 2013 στο Ηρώδειο, και τώρα αναβιώνει σε μια νέα εκδοχή για τη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος, υπογράφει ο διάσημος Αργεντινός σκηνοθέτης Ούγκο ντε 'Aνα. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή παραγωγή με παραδοσιακά γιαπωνέζικα κοστούμια, ενώ τα σκηνικά και οι προβολές εικονοποιούν με εντυπωσιακό τρόπο τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου από τη μια και τον ψυχισμό της ηρωίδας από την άλλη. Τις προβολές υπογράφει ο Σέρτζιο Μετάλλι, ενώ τους φωτισμούς ο Βαλέριο Αλφιέρι.
Στη διανομή συναντούμε σπουδαίους Έλληνες και ξένους πρωταγωνιστές. Τον ρόλο του τίτλου ερμηνεύουν τρεις κορυφαίες σοπράνο με διεθνή σταδιοδρομία, η Ερμονέλα Γιάχο, η Τσέλια Κοστέα και η Κριστίνε Οπολάις.
Η Ερμονέλα Γιάχο, η οποία γεννήθηκε στην Αλβανία και κατοικεί στη Νέα Υόρκη, έχει χαρακτηριστεί από τον Economist «η πιο φημισμένη σοπράνο στον κόσμο». Είναι διάσημη για τις μοναδικές ερμηνείες της και την ταύτισή της με τις ηρωίδες που ερμηνεύει. Εμφανίζεται στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του πλανήτη, από την Αμερική και την Αυστραλία έως την Ευρώπη και την Ασία, ενώ έχει συνεργαστεί με σπουδαίους μονωδούς, σκηνοθέτες και μαέστρους. Ειδικά για την ερμηνεία της στη Μαντάμα Μπαττερφλάι οι κριτικές που έχουν γραφτεί είναι αποθεωτικές, με αποκορύφωμα τον Independent, που έγραψε για την ερμηνεία της Γιάχο στο Κόβεντ Γκάρντεν ότι «είναι η καλύτερη Μπαττερφλάι που έχει δει το Λονδίνο εδώ και χρόνια».
Η διακεκριμένη υψίφωνος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Τσέλια Κοστέα έχει συμπράξει με τα μεγαλύτερα θέατρα και τις σημαντικότερες αίθουσες του κόσμου όπως Κρατική Όπερα Βιέννης, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Κοντσέρτχεμπαου 'Aμστερνταμ, Βασιλική Όπερα Λονδίνου (Κόβεντ Γκάρντεν), καθώς και σε Στουτγάρδη, Μπέργκεν, Όσλο, Μασσαλία, Λιέγη, Βαρκελώνη, Μιλάνο, Κατάνια, Παλέρμο, Μόντενα, Πιατσέντζα, Πεκίνο, Σεούλ, Τόκυο, Σιγκαπούρη και Αθήνα σε ρόλους όπως Μαργαρίτα (Φάουστ), Νέντα (Παλιάτσοι), Μικαέλα (Κάρμεν), Λεονόρα (Ο τροβαδούρος), Δυσδαιμόνα (Οθέλλος), Ελιζαμπέττα (Ντον Κάρλος), Λιου (Τουραντότ), Μιμή (Μποέμ), Τόσκα, Έλενα (Ο σικελικός εσπερινός).
Η Λετονή Κριστίνε Οπολάις πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα στα πρώτα της βήματα, το 2007 στην Τόσκα της ΕΛΣ, αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις. Αμέσως μετά, η καριέρα της εκτινάχθηκε και πολύ σύντομα αναδείχθηκε σε μια από τις πιο περιζήτητες σοπράνο παγκοσμίως, καθώς συνδυάζει εντυπωσιακά μια μοναδική σκηνική παρουσία με τη δραματικότητα και το μέταλλο της φωνής της. Το ντεμπούτο της στη Μετροπόλιταν το 2014 της έδωσε μια παγκόσμια αναγνωρισιμότητα αφού μέσα σε δύο συνεχόμενες μέρες ερμήνευσε με τεράστια επιτυχία την Μπαττερφλάι και τη Μιμή στην Μποέμ. Μάλιστα την ίδια χρονιά, μετά τις εμφανίσεις της στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου ο Telegraph τη χαρακτήρισε ως την «κορυφαία σοπράνο της εποχής μας στις ερμηνείες των έργων του Πουτσίνι».
Τη διανομή συμπληρώνουν οι τενόροι Τζανλούκα Τερρανόβα και Δημήτρης Πακσόγλου, οι βαρύτονοι Διονύσης Σούρμπης και Νίκος Κοτενίδης, η μεσόφωνος Χρυσάνθη Σπιτάδη, καθώς και μια πλειάδα Ελλήνων μονωδών.
Ο συνθέτης
O Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ' όπου κατάγονταν οργανίστες του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, την Τουραντότ (1926).
Το έργο
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι «γιαπωνέζικη τραγωδία» σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης Αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου Πιερ Λοτί.
Πρεμιέρες
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Αναθεωρημένη, σε τρεις πράξεις, δόθηκε στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης Mπρέσα στις 28 Μαΐου 1904. Η μορφή στην οποία παρουσιάζεται το έργο στις μέρες μας βασίζεται σε εκδοχή του Πουτσίνι για τον θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού που ανέβηκε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 28 Δεκεμβρίου 1906.